Γράφει η Άννη Νούνεση
φωτό απο αρχείο Theofilos Tzikas
Η κυρία του δευτέρου, η όμορφη, που νόμιζε ότι ήταν , αυτή που έλεγε στην υπηρεσία να περάσει έξω για να κοιταχτεί στον ολόσωμο καθρέφτη, δήλωνε τώρα ότι έβαζε στον κόλπο της αυγά καυτά, δια να αποβάλει. Έπαιζε tennis με τα ωά στην μήτρα , χτυπούσε δυνατό ρεβέρ εις το Sporting και οδηγούσε την Bugatti, δώρο του παπάκι της, φρενάροντας στις λακούβες για να πέσει ο μπέμπης.
Χωρίς να το αντιληφθεί είχε περάσει το όριον της διακοπής της κυήσεως, οπότε δεν είχε άλλη επιλογή από το να λέει οτι ο κύριος τάδε μπακάλης, είχε φέτα καλή "μπα μπα" και να κάνει ότι δεν τον γνωρίζει.
Η μητέρα της την διαβεβαίωνε ότι θα φροντίσει το παιδί όσο εκείνη θα ήτο στο τέννις, ακόμη και ως πρόεδρος, μα η κυρία έλεγε " ότι το τέννις ήτο τώρα πλέον περιττόν" !
Ο σύζυγός, άνθρωπος ευγενής . Μπον Κριστιάνο με την έννοια της καλοσύνης και όχι της κουταμάρας είχε καταλάβει ότι με ένα " ναι " τελειώνεις γρηγορότερα από ότι με διάλογο αν έχεις άποψη αντίθετη.
Καθόταν έξω από το boudoir σε μια αναπαυτική καρέκλα, σκάνιο που το λένε στους Κορφούς με θέση για τον κώλο πομπάδα και βελούδινη να μην καίγεται αφ' ενός να μπορεί δε να σηκώνεται και να κάθεται άνετα, το απαιτούσε η κυρία, η οποία κεντούσε στο άλλο άκρο του διαδρόμου και η οποία δεν ηδύνατο να σηκώσει το ψαλιδάκι αν της έπεφτε διότι είχε κάνει επέμβαση αφαίρεσης αμυγδαλών όταν ήτο κορασίς, ως εκ τούτου δεν έπρεπε να σκύβει.
"Νάνε το ψαλίδι φώναζε τότε" και ο Ιωάννης της το πήγαινε τοποθετώντας το από την λαβή πάνω στο τραπεζάκι της. Συχνά ξανάπεφτε αυτό διότι η κυρία το έπαιρνε κοιτώντας το έργον της, οπότε της έπεφτε ξανά και αμέσως. Δια τούτο ο Νάνες δεν απομακρυνόνταν κατ' εντολήν της άρδην, αντιθέτως ανέμενε την δευτέρα ίσως πτώσην.
Στην άκρη του διαδρόμου ο Ιωάννης είχε ένα ωραιότατο κωμοδίνο ύψους ένα και μισό μέτρο με τέσσερα συρτάρια, επί του οποίου κώλαγε γραμματόσημα. Όσο είχε διπλά και τριπλά μεγάλης αξίας, όπως την κεφαλή του Ερμή και άλλα της Βορείου Ηπείρου σπάνια έπαιρναν πάντα την καλύτερη θέση.
Δύο με τρεις φορές την εβδομάδα αν ο καιρός ήτο γλυκός, αν δεν είχε υγρασία ο Ιωάννης ντυνόταν και πήγαινε στην στάση του λεωφορείου του Κανονιού μέσω "Κα ντελά κουε" . Έπιανε την καλύτερη θέση και περνώντας μέσα από την πόλη έκανε μια στάση στο ορφανοτροφείο, το σημερινό Μαράσλειο. Εκεί ήτο η κυρία η οποία ανέβαινε και καθόταν στην θέση την οποία της προσέφερε ο Νάνες που φυσικά καθόταν όρθιος δίπλα της. Η Θεία είχε βγάλει και την σκωληκοειδίτιδα στα εννιά και δεν έπρεπε είχε πει ο γιατρός να κάθεται ορθή.
Εκείνο το καλοκαίρι πριν από το δεκαπενταύγουστο θέλησε να γιορτάσει την Σαρακοστή με ένα διάλειμμα σκορδαλιάς και μπακαλιάρου πριν από τα κοτόπουλα της εορτής, που θα έτρωγαν ανήμερα.
Την ήθελε είχε πει λίγο αψιά, έτσι την είχε επιθυμήσει. Είπε στην Μαρίκα να καθαρίσει τα σκόρδα και της έδωσε το γουδί που είχε στο μπουντουάρ κρυμμένο μήπως ραγίσει από κακή μεταχείριση.
Πήρε και ο μπακαλιάρος τα νερά του, τηγανίστηκε ανάλογα και αφού έφαγαν, ξάπλωσαν να ξεκουραστεί λίγο ο Νάνες, ο οποίος θα πήγαινε στην στάση μετ' ολίγον για τα σχετικά επειδή ήθελε η Έλλη να πάει στο Κανόνι.
Ο Ιωάννης όμως αργούσε σήμερα να ξυπνήσει και η Έλλη έστειλε την Μαρίκα να ηδεί. Είχε ξαπλώσει στο γραφείο ο Νάνες δια να μην ενοχλεί την κυρία.
Έλαβε μεγάλο ατύχημα εκείνο το απόγευμα η γυναίκα του Νάνε, διότι ο σύζυγος δεν άντεξε , ούτε το σκόρδο, ούτε το τηγανιτό μπακαλιάρο και απεβίωσε κατά τις τέσσερις ακριβώς, όπως απεφάνθη ο γιατρός. Την ώρα που κανονική θα έπρεπε να είναι στην στάση, δηλαδή.