ΤΑ ΠΙΟ ΑΒΑΣΤΑΧΤΑ «ΜΑΜΑ»

Γράφει η Νίνα Γεωργιάδου
Ο Αμπντούλ, στα ίδια πάνω-κάτω χρόνια μ' εμένα, πώς τα κατάφερε όταν κάτσαμε κατάχαμα στο τσιμέντο, έξω απ' το νεκροτομείο και μέσα κείτονταν η γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, ο ναυαγισμένος γίγαντας έγινε στην αγκαλιά μου μια σταλιά και στην άγρια θολούρα του μυαλού του, με φώναζε, «μαμά».
Η μαμά μου, πριν φύγει για πάντα, ξανάγινε μωρό, που δεν έχει μάθει ακόμα να περπατά. Άκουγε τις νύχτες λίγο απ' τα αυτοσχέδιά παραμύθια κι όταν η χαμηλή φωνή και τα χάπια βάραιναν τα βλέφαρα για τα καλά, μου έλεγε, «καληνύχτα, θα κοιμηθώ τώρα, μαμά».
Κι όταν, στα δύσκολα, συρρικνώνομαι κι αναζητώ την αγκαλιά, της δίχως προϋποθέσεις αυτονόητης αγάπης της κι όταν τις νύχτες του χειμώνα, βρέχει και βροντά, ξυπνώ από εφιάλτες ανήλικων φόβων και ενήλικων απουσιών και φωνάζω, «μαμά».
Αυτή η μακρόστενη γάζα, η Γάζα που απλώνεται παγωμένη στην πιο απαρηγόρητη αγκαλιά, που λίγο καιρό πριν είχε βγει απ’ τα σπλάχνα της, που εκεί πάλι βύζαινε τη ζωή και νανουριζόταν τις νύχτες, αυτή ή αβάσταχτη Γάζα, με την τελευταία της ανάσα, σίγουρα ψέλλισε «μαμά».