Το λαϊκό ξέσπασμα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική με τα ογκώδη πανελλαδικά συλλαλητήρια που προηγήθηκαν έχει προκαλέσει ένα βαρύ τραύμα στην κυβέρνηση της ΝΔ, από το οποίο είναι φανερό ότι δεν μπορεί εύκολα να συνέλθει. Η σοβαρή πολιτική φθορά της, που αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, έχει γίνει πονοκέφαλος για τα κυβερνητικά επιτελεία, τα οποία έχουν βάλει σε ενέργεια ένα σχέδιο για να την ανακόψουν. Ένα σχέδιο, που μετά το Πάσχα, με πρωταγωνιστή τον Κυρ. Μητσοτάκη, προωθείται πιο έντονα και κινείται πάνω σε συγκεκριμένους άξονες:
Ο πρώτος άξονας είναι η προσπάθεια άμβλυνσης της τεράστιας δυσαρέσκειας των λαϊκών στρωμάτων για την οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης που θεριεύει ασταμάτητα την ακρίβεια και έχει βάλει στην πρέσα τους μισθούς και τις συντάξεις και στην γκιλοτίνα τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες, εφαρμόζοντας μια σαρωτική πολιτική ιδιωτικοποιήσεων. Η συνταγή εδώ είναι η γνωστή και από το πρόσφατο παρελθόν: συνταγή οικονομικής ελεημοσύνης. Ο Κυρ. Μητσοτάκης ανήγγειλε ότι προς το τέλος του χρόνου θα μοιράσει δύο οικονομικές ασπιρίνες: ένα επίδομα 250 ευρώ για τους χαμηλοσυνταξιούχους και την επιστροφή ενός ενοικίου, με μέγιστο ποσό 800 ευρώ, για μαστιζόμενα από ενοίκια φτωχά νοικοκυριά. Πρόκειται, κυριολεκτικά, για μια ψευτοπαροχή της τάξης συνολικά περίπου των 600 εκατ. ευρώ, που αποτελεί ένα πενιχρότατο ποσοστό του θηριώδους πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος των 11,4 δισ. ευρώ που συγκέντρωσε το 2024 η κυβέρνηση, λεηλατώντας τα λαϊκά εισοδήματα με τη φορολογία, ειδικά με τη μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ κλπ) που έχει επιβάλει μέσω μιας σκόπιμης πολιτικής ανεξέλεγκτης και διαρκούς ακρίβειας. Επιπλέον είναι και περιστασιακή και σαφώς δηλώνει τη σταθερή άρνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να λάβει μέτρα μόνιμης βελτίωσης του λαϊκού εισοδήματος. Δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα ευτελές επικοινωνιακό περιτύλιγμα για τη συνέχιση της πολιτικής της φτώχειας.
Ο δεύτερος άξονας είναι η συνεχιζόμενη προσπάθειά της να συγκαλύψει την πολιτική ευθύνη της για το έγκλημα των Τεμπών, που αποτελεί γι’ αυτήν ένα αγκάθι από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαχθεί. Αν και η παραδοθείσα στη βουλή δικογραφία για το έγκλημα αποκαλύπτει και άλλα στοιχεία που βαρύνουν τον κυβερνητικό μηχανισμό, η γραμμή της κυβέρνησης είναι να συγκαλύψει την πολιτική ευθύνη της με κάθε τρόπο, με διαρκείς δικαστικές μανούβρες και μηχανορραφίες, με ανελέητο πόλεμο διαβολής των συγγενών των θυμάτων, με παρωδίες αντιμετώπισης του θέματος στη βουλή. Τελευταίο επεισόδιο σε αυτό το σίριαλ συγκάλυψης η δρομολόγηση και για τις ευθύνες Καραμανλή και Σπίρτζη μιας ευτελούς κοινοβουλευτικής διαδικασίας παρόμοιας με εκείνη για τον Τριαντόπουλο. Η κυβερνητική επιδίωξη για τον ΟΣΕ δεν είναι μόνο η συγκάλυψη της πολιτικής ευθύνης της, δεν είναι μόνο η παραπομπή τής «επίλυσης» της επικίνδυνης κατάστασης στους σιδηροδρόμους στο μέλλον. Είναι επιπλέον και η συνέχιση της ιδιωτικοποίησής του, που είναι και η βαθύτερη αιτία της τραγωδίας που συνέβη, με τον Κυρ. Μητσοτάκη να εξαγγέλλει πως θα εφαρμόσει στον ΟΣΕ «μοντέλο» ιδιωτικοποίησης ΔΕΗ.
Ο τρίτος άξονας είναι η προσπάθειά της να ενισχύσει ένα κλίμα εκφοβισμού, ιδιαίτερα σε τμήματα της κοινωνίας που εμφανίζονται πιο κινητοποιήσιμα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.
Αυτή τη σκοπιμότητα είχε, κατ’ αρχάς, η δήλωση του Κυρ. Μητσοτάκη από το υπουργείο Παιδείας ότι «αν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί, δεν πρέπει να έχει θέση στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης». Η απειλή απόλυσης με όχημα την κυβερνητική «αξιολόγηση» είχε, ασφαλώς, στην άμεση στόχευσή του τον εκπαιδευτικό κλάδο που προβάλλει αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική αλλά ήταν και προειδοποιητική απειλή προς όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, συνδεδεμένη με το σχεδιασμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη να πλήξει το θεσμό της μόνιμης εργασίας στο δημόσιο.
Την ίδια σκοπιμότητα ήλθαν να εξυπηρετήσουν και οι απαγορεύσεις συναυλιών στα Εξάρχεια από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη και οι εισβολές των ΜΑΤ σε Πανεπιστήμια. Εκμεταλλευόμενη προβοκατόρικες ενέργειες που έγιναν στα Πανεπιστήμια, η κυβέρνηση επανέλαβε τη συκοφαντική ρητορική της για τα Πανεπιστήμια που είναι «κέντρα ανομίας», για να αναθερμάνει το θέμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και για να εκτοξεύσει απειλές διαγραφών φοιτητών. Φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο την ατζέντα της για το «Νόμο και την τάξη», εμφανώς θέλει -μετά τις μεγάλες αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις που έγιναν- να συντηρήσει ένα κλίμα τρομοκράτησης και καταστολής για την αποτροπή τους, λογαριάζοντας, ταυτόχρονα, ότι με τα αφηγήματα της «ασφάλειας», του «νόμου και της τάξης» συγκρατεί γύρω της το συντηρητικό ακροατήριό της.
Ο τέταρτος άξονας έχει στόχο να συγκρατήσει την τριβή που υφίσταται από τη στάση της στα εθνικά θέματα που αφορούν τα κυριαρχικά δικαιώματα, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, όπου οι ανησυχίες πυκνώνουν για τον ενδοτικό δρόμο διαχείρισής τους και έχει προκαλέσει και προκαλεί και εκ των έσω τής ΝΔ αντιδράσεις. Στην προσπάθειά της να αντιρροπήσει τη φθορά που της προκαλούν αυτά τα θέματα, εμφάνισε -ξαφνικά- το χάρτη του «Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού» της χώρας ως μια πράξη που, δήθεν, δείχνει πως η κυβέρνηση «υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα στην πράξη και με ουσιαστικό τρόπο». Πρόκειται για μια πέρα για πέρα προπαγάνδα παραπλάνησης, αφού ακόμα και το ίδιο το υπουργείο Εξωτερικών που τον ανακοίνωσε έσπευσε να διευκρινίσει πως «ο χάρτης που αποτυπώνει τον ελληνικό Θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό δεν συνιστά οριοθέτηση ΑΟΖ» και ότι «ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός και η εξειδίκευσή του με χάρτη αποτελεί αποτύπωση των δραστηριοτήτων σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες της χώρας – όχι άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων». Επιπλέον αυτός ο χάρτης, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη θέλησε να παρουσιάσει ως θαρραλέα πράξη «υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων», προέκυψε ως προϊόν ανάγκης, καθώς έγινε μετά από καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (27 Φεβρουαρίου 2025) για μη συμμόρφωση με την Οδηγία 2014/89/ΕΕ, να ανακοινώσει το χάρτη Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού της χώρας εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίου!
Ο πέμπτος άξονας του κυβερνητικού σχεδίου είναι η απόπειρά του να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σε άλλα θέματα πέραν εκείνων που αποτελούν «καυτή πατάτα» για την κυβέρνηση. Έχοντας τη συνδρομή των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, επιδιώκει να πνίξει τα θέματα που αποτελούν πρώτη προτεραιότητα για τον ελληνικό λαό.
Το κυβερνητικό σχέδιο προσπαθεί να αξιοποιήσει και την ανυπαρξία κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, η οποία -παραμένοντας κατακερματισμένη και με ατελείωτες εσωτερικές διενέξεις- δεν δημιουργεί άμεση εκλογική απειλή για την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενεργεί με τρόπο που να παρατείνει και να εντείνει το τέλμα του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ και προς αυτήν την κατεύθυνση χειρίζεται και την ανεβασμένη δημοσκοπικά Κωνσταντοπούλου, έτσι ώστε -παρά τη δημοσκοπική καθίζηση που η ίδια έχει υποστεί- να μπορεί να διατηρήσει τα εκλογικά πρωτεία της. Όσο δε θα μικραίνει ο χρόνος προς τις εκλογές, οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί εξαπάτησης του εκλογικού σώματος θα εντείνονται.
Οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ωστόσο, διόλου δεν αλλάζουν την πολιτική της. Η οικονομική πολιτική της παραμένει αμετάβλητη στο να στραγγίζει τα λαϊκά εισοδήματα με το πάτημα των μισθών και των συντάξεων και τη διογκωμένη φορολογία. Αμετάβλητη στο να διοχετεύει τα αυξημένα πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού όχι στο να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες αλλά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των επιχειρηματικών δράσεων του μεγάλου κεφαλαίου και σε τεράστιες δαπάνες για εξοπλισμούς. Αμετάβλητη στο να περικόπτει τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες και να προωθεί ακάθεκτα τις ιδιωτικοποιήσεις, εκτοξεύοντας στα ύψη την ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης, στις υπηρεσίες και στη στέγη και φέρνοντας σε μια όλο και πιο δεινή κατάσταση τις δημόσιες υπηρεσίες για την υγεία, την παιδεία, την ασφάλιση, την πρόνοια. Αμετάβλητη στο να προσπαθεί να συγκαλύψει τις εγκληματικές ευθύνες και τα σκάνδαλα της πολιτικής της, σαν κι αυτά που βλέπει ο ελληνικός λαός σήμερα με τα Τέμπη και τώρα με τη λεγόμενη «Ομάδα Αλήθειας», που τη χρηματοδοτούσε γενναία η κυβέρνηση για να λειτουργεί σαν παραμηχανισμός προπαγανδιστικής στήριξής της.
Αυτή η πολιτική δεν θα πάψει να αναπαράγει τη μεγάλη λαϊκή αποδοκιμασία στην κυβέρνηση της ΝΔ. Και γι’ αυτό η εξαπάτηση, ο εκφοβισμός και ο προπαγανδιστικός αποπροσανατολισμός του λαϊκού παράγοντα έχουν μπει στην κορυφή της ημερήσιας κυβερνητικής διάταξης. Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το κυβερνητικό σχέδιο κατευνασμού των λαϊκών αντιδράσεων, αλλά αντίθετα θα πρέπει να καταβληθούν όλες οι προσπάθειες να αποκαλυφθούν οι στόχοι του και να πέσει στο κενό.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος