ΤΑ ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ

Του Γιώργου Καγκουρίδη
Οι πατεράδες τους είχαν’ αφήκει κι οι δύο τα κόκκαλά τους στη Μικρά Ασία. Στην ίδια γειτονιά μεγαλώνανε. Ένα χρόνο διαφορά είχανε. Όλη μέρα μαζί. Ένας ύπνος που λέει ο λόγος τα χώριζε. Αυτός σα πιο μεγάλος τήνε πρόσεχε. Άμα έβρισκε καμιά καλή πίκα για το κουτσό τση τήνε χάριζε. Η μάνα του έδινε στη μάνα της τα βιβλία τση τάξης που τελείωνε αυτός για να μην αγοράζουνε. Αυτή δεν είχε σάκα. Έδενε τα βιβλία και τα τετράδιά της μ’ ένα παγιό λουρί του πατέρα της. Μια φορά τση λυθήκανε και τση πέσανε στη σούδα με τα νερά. Αυτός τση τα σήκωσε και τση τα καθάρισε από τσι λάσπες. Το μεσημέρι τόπε στη μάνα του. Αυτή τση χάρισε ένα σακούλι να τα βάνει μέσα. Είχε κι άλλο για το ψωμί.
Μετά αραιώσανε. Αρχινήσανε οι ντροπές. Αυτή κόπελος, αυτός εμπήκε στη σχολή εμποροπλοιάρχων και χάθηκε στσου ωκεανούς. Έστερνε γράμματα στη μάνα του και πάντα τη ρωτούσε τι κάνει η Λία. Να τση δώκεις χαιρετισμούς, έγραφε.
Η Λία έβγαλε το Σκολαρχείο κι εγίνηκε δασκάλα. Όμορφος δούλος, τύχες πολλές. Αλλά δεν ήθελε. Τση κολλήσανε και το παρατσούκλι. Η κόμισα.
- Στο ράφι θα μείνεις μωρή.
- Άσε με μάμα, άσε με…
Εμπήκε ο πόλεμος. Το καράβι άραξε αρόδου φορτωμένο σιτηρά. Άμα αδειάσανε στσι μαούνες έτρεξε να πάει σπίτι. Κράτουνε και δυο χαρτγιά μανέστρα. Τση μάνας τσήρθε λιποθυμία.
- Παιδί μου…
Έσφαξε το πιο μεγάλο κόκορο. Αυτός επήγε δίπλα.
- Η Λία;
- Στο σκογειό, έχει μάθημα, είσαι καλά;
Πήγε να την ασκολάσει.
- Λία;
Έμεινε στήλη άλατος. Την άρπαξε και την έσφιξε.
- Σπύρο μου…
Τση πήρε τη σάκα από τα χέργια.
- Πάμε…
Η μπόμπα έσκασε στον Ασύρματο. Τον είχανε βάλει σημάδι οι Ιταλοί. Βουνό ασκώθηκε το χώμα. Την άμπωσε και πέσανε στη σούδα. Παραδίπλα το βλήμα έκοψε τη χήρα του Τσαπιού. Την άχαρη… Ασκωθήκανε. Τση καθάρισε τη σάκα από τσι λάσπες.
- Θα ξαναφύγεις;
- Θα παρουσιαστώ στο ναυτικό. Πόλεμος.
Την άλλη Κυργιακή ο παπαΓεράσιμος τα στεφάνωσε στη Παναΐα. Η μάνα του έσφαξε και τον άλλο κόκορο.