Ο ΜΑΓΙΑΣ*

Γράφει ο Γιώργος Καγκουρίδης
Που ήσουν νιότη πούδειχνες πως θα γινόμουν άλλος.
Τσου Μπίτλς εζήλευε. Το μαλλί τους. Αλλά στο Γυμνάσιο κούρεμα εν χρω. Επεκρέματο αποβολή.
- Γιατί είσ’ ακούρευτος;
- Εκουρεύτηκα, κύργιε…, χτες…
- Και πού πας και κουρεύεσαι;
- Στο κύργιο Χρήστο.
- Να πας να σε ξανακουρέψει. Ο πατέρας σου δε σ’ είδε; Τι μαγιά είν’ αυτά; Σε λίγο θα σου σκεπάσουνε τ’ αυτιά. Πόσο έδωκες να σε κουρέψει;
- Πέντε δραχμές, κύργιε.
- Αυτός δε σε κούρεψε, ακούρευτο σ’ άφηκε. Να ξαναπάς να σου τα κόψει κανονικά.
- Μάλιστα…
Φοιτητής τάφηκε. Επήρε εκδίκηση. Μαγιάς. Ίσαμε κει κάτου το μαλλί το ατίθασο. Και φαβορίτες. Μπάρμπουλες. Και παντελόνι καμπάνα, μεγαλύτερη κι απ’ τ’ Αγιού. Και χαμηλόμεσο. Μ’ ένα λουρί, γκρενά, τέσσερα δάχτυλα φάρδος. Η μόδα. Άγραφος νόμος. Ντούρα λεξ σεντ λεξ. Άμε βγες να σε βλέπει το άλλο φύλο ως προ Χριστού. Πάει; δε πάει.
Μετά εσυμαζεύτηκε καθ’ όσον εις την υπηρεσίαν ήπρεπε να είναι και σεστάδος. Του το είπε κι ο κουμπάρος του ο Μίμης που τον είχε προϊστάμενο. Κι η γυναίκα του η Σούλα.
- Πες του να σου τα πάρει λίγο. Δεν είδες που σου πέφτουνε; Πες του να σου τα πάρει να δυναμώσουνε. Μαδάς. Βουλώνει και το ρουμπινέ.
Η αλήθεια είναι όπου του πέφτανε. Τόβλεπε και στο χτένι όπου εγιόμιζε τρίχες. Άλλαξε και η μόδα. Τα «σκαθάρια», οι Μπίτλς, εξεχαστήκανε. Τώρα οι φαλακροί είχανε πέραση. Κι οι ηθοποιοί κι οι τραγουδιστάδες κατακουρεμένοι ήτανε. Μαλλί καπελάκι.
- Να πας να κουρευτείς.
- Τι να κουρέψω; Άδειασα.
- Να σου πάρει τα σκλυλόμαλλα στο σβέρκο. Σγαργιάζεις τα πουκάμισα στο λαιμό και δε καθαρίζουνε στο πλυντήργιο. Πρέπει να τα τρίβω στο χέρι. Δε μπορώ άλλο.
Εκοιτάχτηκε στο καθρέφτη. Τα μισά τούχανε μείνει. Σα το Φαλακρό όρος. Απάνου γουλί και γύρω-γύρω κάτι λίγα. Λες και στσι κορφάδες τούχανε περάσει μηχανή του γκαζόν.
- Καλημέρα σας. Πόσο το κούρεμα;
- Οχτώ ευρά.
- Ωραία, πάρτε τέσσερα.
- Γιατί τέσσερα;
- Μισό κεφάλι θα κουρέψεις, όχι ολόκληρο. Δε βλέπεις;
- Σας παρακαλώ…
- Τι παρακαλάς; Εδώ με 5 δραχμές μου κούρευε ο κυρ Χρήστος ολόκληρο δάσος.
*Από μια κουβέντα με το Σπύρο.