ΝΕΟ ΚΥΜΑ

Γράφει ο Γιώργος Καγκουρίδης
Όξω από το σπίτι τση κυρά Δέσπως, στο δρόμο, εκαθόντανε κι άκουε που είχε βάλει το ράδιο. Ωραίο τραγούδι. Μιλάς και πίνω τη φωνήηή σου… Τ’ άλλα είχανε πάει κινηματόγραφο. Είχε έργο με το Στιβ Ριβς.
- Γεια σου.
- Γεια.
- Πού πας;
- Σπίτι. Εσύ τι κάνεις εδώ μόνος σου;
- Τίποτα.
- Γεια σου.
- Γεια.
Την έβλεπε που έφευγε. Το λιγοστό φως της λάμπας της γειτονιάς έκανε το τσίτι που φορούσε χρυσό και τα μαγιά της χρυσαφένια. Χάθηκε στο πορτόνι της. Αύριο θα τήνε ξανάβλεπε. Το πρωΐ στο μπάνιο.
Μαζί επηγαίνανε με τσι μανάδες τους. Κάθε μέρα. Αυτές δεν εχάνανε μπάνιο για μπάνιο. Γυρίζανε και φέρνανε κολλίτσιανους, αχινιούς και καβούρους. Και κάνα στρούδι και καμιά πάτελα για το ούζο των αντρώνες. Με το ψωμί και μια σαλάτα εστρώνανε τραπέζι. Αυτά επαίζανε με τα νερά. Ερίχτανε ο ένας τ’ αλλουνού.
- Βγείτε όξω. Αμέσως!
- Άστα, παίζουνε.
- Δε τόνε βλέπεις αυτόνε; Επάγωσε. Του βαρούνε τα δόντια του σα και το ταμπούρλο τση μουζικής. Έβγα όξω να πάμε να φύγουμε. Μεσημέργιασε. Κι αυτήνε μη την αφήνεις τόσες ώρες μέσα. Θα τση κάνει σούρες το πετσί της απ’ τ’ αλάτι. Πλισέ θα τση γίνει. Κι είναι και κοπέλα.
- Τήνε ξεπλένω με το λάστικο στο κήπο. Κι εγώ ξεπλένομαι. Εσύ;
- Κι εμείς. Εγώ αυτόνε τόνε σαπουνίζω ολόκληρόνε. Αλλά τώρα τελευταίως δε μ’ αφήνει. Ντρέπεται.
- Μεγαλώσανε τα παιδιά μας… Σε λίγο δε θάναι άλλο παιδιά. Έτσι κι αρχίσουνε οι ντροπές ετελείωσε. Ο δικός μου όλο βάνει το ράδιο ν’ ακούει τραγούδια. Είναι, λέει, το νέο κύμα.
- Ωραία τραγούδια. Αισταντικά και ευαίστητα.
- Κι εμένα μ’ αρέσουνε. Εκείνη η φοράδα που τραγουδεί «μιλάς και πίνω τη φωνή σου…» πολύ καλή. Κι οι στίχοι. Όλο νόημα.
- Εμένα μ’ αρέσει εκεί που λέει «τη γλώσσα τση ηχώς που κυνηγάει το φως…».
- Ο Σπύρος μου λέει που εβγήκανε ράδια με μπαταρία, χωρίς καλώδια. Τραντζίστορ τα λένε. Προβατείς κι ακούς. Είπε που θα μου πάρει.
- Να το φέρνεις και στο μπάνιο.
- Απαξάπαντως.